- στουπώνω
- στούπωσα, στουπωμένος1. φράζω με βύσμα: Στούπωσε τη χαραμάδα. 2. τοποθετώ στυπόχαρτο σε χειρόγραφο για την απορρόφηση της μελάνης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
στουπώνω — στουπώνω, στούπωσα, στουπωμένος βλ. πίν. 3 Σημειώσεις: στουμπώνω – στουπώνω : τα δύο ρ. έχουν διαφορετικές έννοιες. Το στουμπώνω σημαίνει → γεμίζω υπερβολικά / φράζω, βουλώνω / ταΐζω ή τρώω υπερβολικά. Το στουπώνω σημαίνει → φράζω, βουλώνω με… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
στουπώνω — και στυπώνω Ν [στουπί / στυπείο] 1. φράζω οπή ή χαραμάδα με στουπί 2. τοποθετώ στυπόχαρτο σε χειρόγραφο για να απορροφηθεί το μελάνι 3. στουμπώνω, παραγεμίζω … Dictionary of Greek
στουμπώνω — στουμπώνω, στούμπωσα, στουμπωμένος βλ. πίν. 3 Σημειώσεις: στουμπώνω – στουπώνω : τα δύο ρ. έχουν διαφορετικές έννοιες. Το στουμπώνω σημαίνει → γεμίζω υπερβολικά / φράζω, βουλώνω / ταΐζω ή τρώω υπερβολικά. Το στουπώνω σημαίνει → φράζω, βουλώνω με… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
διασάττω — (AM) παραγεμίζω, στουπώνω … Dictionary of Greek
εμπακτώ — ἐμπακτῶ ( όω) (Α) φράζω, στουπώνω … Dictionary of Greek
εμπλάσσω — ἐμπλάσσω και ἐμπλάττω (Α) 1. περικλείω, περιβάλλω 2. σχηματίζω, διαμορφώνω 3. προσκολλώ, επικολλώ 4. φράζω, στουπώνω 5. είμαι εύπλαστος … Dictionary of Greek
επιβύω — ἐπιβύω (AM) βουλλώνω, στουπώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + βύω «παραγεμίζω»] … Dictionary of Greek
επιπωμάζω — και επιπωματίζω (Α ἐπιπωμάζω και νεώτ. ἐπιπωματίζω) [πωμάζω] καλύπτω με πώμα, σκεπάζω, στουπώνω, βουλλώνω … Dictionary of Greek
επιπωματίζω — (AM ἐπιπωματίζω) [πωματίζω] σκεπάζω, βουλλώνω, στουπώνω … Dictionary of Greek
καταλακτίζω — (AM) μσν. κλοτσώ δυνατά αρχ. φράζω, στουπώνω … Dictionary of Greek